- μουλινέ
- το άκλ. και μουλινές, οείδος κλωστής, κυρίως για κέντημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moulinet «μικρός μύλος» < γαλλ. moulin «μύλος, χειρόμυλος» < λατ. mola «μύλος». Κατ' άλλους < γαλλ. (soie) moulinee < «μετάξι στριφτό» < ρ. mouliner «κλώθω, τυλίγω μετάξι»].
Dictionary of Greek. 2013.